- συμβολαιογράφου
- συμβολαιογράφοςnotarymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κατοικοεδρεύω — κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός] … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
νομογραφία — η (Α νομογραφία) [νομογράφος] νεοελλ. μαθ. μέθοδος που συνίσταται στην αντικατάσταση τών αριθμητικών υπολογισμών από πίνακες ή γραφικές παραστάσεις με γραμμές κατάλληλα σχεδιασμένες, τών οποίων τα σημεία τομής με άλλες γραμμές καθορίζουν τις… … Dictionary of Greek
συμβολαιογραφία — η, Ν 1. το επάγγελμα τού συμβολαιογράφου 2. ο χρόνος κατά τον οποίον ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
συμβολαιογραφίνα — η, Ν [συμβολαιογράφος] η γυναίκα τού συμβολαιογράφου … Dictionary of Greek
συμβολαιογραφείο — το, Ν το γραφείο τού συμβολαιογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek